περιφρονητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιφρονητικός η περιφρονητική το περιφρονητικό
      γενική του περιφρονητικού της περιφρονητικής του περιφρονητικού
    αιτιατική τον περιφρονητικό την περιφρονητική το περιφρονητικό
     κλητική περιφρονητικέ περιφρονητική περιφρονητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιφρονητικοί οι περιφρονητικές τα περιφρονητικά
      γενική των περιφρονητικών των περιφρονητικών των περιφρονητικών
    αιτιατική τους περιφρονητικούς τις περιφρονητικές τα περιφρονητικά
     κλητική περιφρονητικοί περιφρονητικές περιφρονητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιφρονητικός < (ελληνιστική κοινή) περιφρονητικός < αρχαία ελληνική περιφρονέω-περιφρονῶ [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.fɾo.ni.tiˈkos/

Επίθετο

περιφρονητικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.