περιφρονητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιφρονητικός | η | περιφρονητική | το | περιφρονητικό |
| γενική | του | περιφρονητικού | της | περιφρονητικής | του | περιφρονητικού |
| αιτιατική | τον | περιφρονητικό | την | περιφρονητική | το | περιφρονητικό |
| κλητική | περιφρονητικέ | περιφρονητική | περιφρονητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιφρονητικοί | οι | περιφρονητικές | τα | περιφρονητικά |
| γενική | των | περιφρονητικών | των | περιφρονητικών | των | περιφρονητικών |
| αιτιατική | τους | περιφρονητικούς | τις | περιφρονητικές | τα | περιφρονητικά |
| κλητική | περιφρονητικοί | περιφρονητικές | περιφρονητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιφρονητικός < (ελληνιστική κοινή) περιφρονητικός < αρχαία ελληνική περιφρονέω-περιφρονῶ [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.fɾo.ni.tiˈkos/
Συγγενικά
- περιφρόνηση
- περιφρονητέος
- περιφρονητής - περιφρονήτρια
- περιφρονητικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- περιφρονητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.