περισωσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περισωσμένος η περισωσμένη το περισωσμένο
      γενική του περισωσμένου της περισωσμένης του περισωσμένου
    αιτιατική τον περισωσμένο την περισωσμένη το περισωσμένο
     κλητική περισωσμένε περισωσμένη περισωσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περισωσμένοι οι περισωσμένες τα περισωσμένα
      γενική των περισωσμένων των περισωσμένων των περισωσμένων
    αιτιατική τους περισωσμένους τις περισωσμένες τα περισωσμένα
     κλητική περισωσμένοι περισωσμένες περισωσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περισωσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περισώζω και περισώνω

Μετοχή

περισωσμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.