περίρρυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περίρρυτος | η | περίρρυτη | το | περίρρυτο |
| γενική | του | περίρρυτου | της | περίρρυτης | του | περίρρυτου |
| αιτιατική | τον | περίρρυτο | την | περίρρυτη | το | περίρρυτο |
| κλητική | περίρρυτε | περίρρυτη | περίρρυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περίρρυτοι | οι | περίρρυτες | τα | περίρρυτα |
| γενική | των | περίρρυτων | των | περίρρυτων | των | περίρρυτων |
| αιτιατική | τους | περίρρυτους | τις | περίρρυτες | τα | περίρρυτα |
| κλητική | περίρρυτοι | περίρρυτες | περίρρυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περίρρυτος < αρχαία ελληνική περίρρυτος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈɾi.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρίρ‐ρυ‐τος
Μεταφράσεις
περίρρυτος
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.