wander
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | wander |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | wanders |
| αόριστος | wandered |
| παθητική μετοχή | wandered |
| ενεργητική μετοχή | wandering |
Ρήμα
wander (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, κινούμαι αργά γύρω από ένα μέρος ή σε ένα μέρος, συχνά χωρίς ιδιαίτερο σκοπό ή κατεύθυνση
- (αμετάβατο) γυρίζω, το μυαλό ή οι σκέψεις μου αλλάζουν χωρίς πολύ έλεγχο σε άλλες ιδέες, θέματα κτλ.
- ↪ Where is your mind wandering?
- Πού γυρίζει ο νους σου;
- ↪ Where is your mind wandering?
Πηγές
- wander - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω
Γαλλικά (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.