wander

Αγγλικά (en)

ενεστώτας wander
γ΄ ενικό ενεστώτα wanders
αόριστος wandered
παθητική μετοχή wandered
ενεργητική μετοχή wandering

Ρήμα

wander (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, κινούμαι αργά γύρω από ένα μέρος ή σε ένα μέρος, συχνά χωρίς ιδιαίτερο σκοπό ή κατεύθυνση
    I am wandering the seas.
    Περιπλανιέμαι στις θάλασσες.
     συνώνυμα: roam
  2. (αμετάβατο) γυρίζω, το μυαλό ή οι σκέψεις μου αλλάζουν χωρίς πολύ έλεγχο σε άλλες ιδέες, θέματα κτλ.
    Where is your mind wandering?
    Πού γυρίζει ο νους σου;

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ρήμα

wander (fr)

  1. τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.