περιοδοντίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιοδοντίτιδα | οι | περιοδοντίτιδες |
| γενική | της | περιοδοντίτιδας | των | περιοδοντίτιδων |
| αιτιατική | την | περιοδοντίτιδα | τις | περιοδοντίτιδες |
| κλητική | περιοδοντίτιδα | περιοδοντίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιοδοντίτιδα < περιοδόντ(ιο) (περι- + οδοντ-) + -ίτιδα, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική periodontitis < peri- < αρχαία ελληνική περί + odont- < αρχαία ελληνική ὀδοντ- (ὀδούς) + -itis < -ῖτις > -ίτιδα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðonˈdi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ο‐δο‐ντί‐τι‐δα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις περιοδόντιο, περί και δόντι
Μεταφράσεις
περιοδοντίτιδα
|
|
Πηγές
- περιοδοντίτιδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.