περιοδοντίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιοδοντίτιδα οι περιοδοντίτιδες
      γενική της περιοδοντίτιδας των περιοδοντίτιδων
    αιτιατική την περιοδοντίτιδα τις περιοδοντίτιδες
     κλητική περιοδοντίτιδα περιοδοντίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιοδοντίτιδα < περιοδόντ(ιο) (περι- + οδοντ-) + -ίτιδα, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική periodontitis < peri- < αρχαία ελληνική περί + odont- < αρχαία ελληνική ὀδοντ- (ὀδούς) + -itis < -ῖτις > -ίτιδα

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðonˈdi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιοδοντίτιδα

Ουσιαστικό

περιοδοντίτιδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.