περικομμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περικομμένος η περικομμένη το περικομμένο
      γενική του περικομμένου της περικομμένης του περικομμένου
    αιτιατική τον περικομμένο την περικομμένη το περικομμένο
     κλητική περικομμένε περικομμένη περικομμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περικομμένοι οι περικομμένες τα περικομμένα
      γενική των περικομμένων των περικομμένων των περικομμένων
    αιτιατική τους περικομμένους τις περικομμένες τα περικομμένα
     κλητική περικομμένοι περικομμένες περικομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περικομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περικόπτω

Μετοχή

περικομμένος, -η, -ο

  • περικεκκομένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.