υπεκφεύγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπεκφεύγω < αρχαία ελληνική ὑπεκφεύγω

Ρήμα

υπεκφεύγω

  • αποφεύγω κάτι/κάποιον με δεξιότητα - αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.