περιβραχιόνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ περιβραχιόνιον τὰ περιβραχιόνι
      γενική τοῦ περιβραχιονίου τῶν περιβραχιονίων
      δοτική τῷ περιβραχιονί τοῖς περιβραχιονίοις
    αιτιατική τὸ περιβραχιόνιον τὰ περιβραχιόνι
     κλητική ! περιβραχιόνιον περιβραχιόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιβραχιονίω
γεν-δοτ τοῖν  περιβραχιονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιβραχιόνιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περιβραχιόνιος

ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: περιβραχιόνιο

Ουσιαστικό

περιβραχιόνιον ουδέτερο

  1. (οπλισμός) τμήμα αμυντικού οπλισμού που φοριέται στον βραχίονα
  2. (κόσμημα) βραχιόλι

Κλιτικός τύπος επιθέτου

περιβραχιόνιον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του περιβραχιόνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιβραχιόνιος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.