περδικλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περδικλωμένος η περδικλωμένη το περδικλωμένο
      γενική του περδικλωμένου της περδικλωμένης του περδικλωμένου
    αιτιατική τον περδικλωμένο την περδικλωμένη το περδικλωμένο
     κλητική περδικλωμένε περδικλωμένη περδικλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περδικλωμένοι οι περδικλωμένες τα περδικλωμένα
      γενική των περδικλωμένων των περδικλωμένων των περδικλωμένων
    αιτιατική τους περδικλωμένους τις περδικλωμένες τα περδικλωμένα
     κλητική περδικλωμένοι περδικλωμένες περδικλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

περδικλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.