περίνεο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περίνεο | τα | περίνεα |
| γενική | του | περινέου & περίνεου |
των | περινέων |
| αιτιατική | το | περίνεο | τα | περίνεα |
| κλητική | περίνεο | περίνεα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περίνεο < αρχαία ελληνική περίναιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɛˈɾi.nɛ.ɔ/
Ουσιαστικό
περίνεο ουδέτερο
- η επιφάνεια ανάμεσα στην ηβική σύμφυση και στον κόκκυγα (αναφέρεται και στα δύο φύλα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.