περίλαμπρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περίλαμπρος | η | περίλαμπρη | το | περίλαμπρο |
| γενική | του | περίλαμπρου | της | περίλαμπρης | του | περίλαμπρου |
| αιτιατική | τον | περίλαμπρο | την | περίλαμπρη | το | περίλαμπρο |
| κλητική | περίλαμπρε | περίλαμπρη | περίλαμπρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περίλαμπροι | οι | περίλαμπρες | τα | περίλαμπρα |
| γενική | των | περίλαμπρων | των | περίλαμπρων | των | περίλαμπρων |
| αιτιατική | τους | περίλαμπρους | τις | περίλαμπρες | τα | περίλαμπρα |
| κλητική | περίλαμπροι | περίλαμπρες | περίλαμπρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περίλαμπρος < ελληνιστική κοινή περίλαμπρος < περί- + λαμπρός
Μεταφράσεις
περίλαμπρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.