περίλαμπρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περίλαμπρα < περίλαμπρ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈɾi.lam.bɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐λα‐μπρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
περίλαμπρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (περίλαμπρο) του περίλαμπρος
Πηγές
- περίλαμπρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.