περίφραγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίφραγμα τα περιφράγματα
      γενική του περιφράγματος των περιφραγμάτων
    αιτιατική το περίφραγμα τα περιφράγματα
     κλητική περίφραγμα περιφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίφραγμα < ελληνιστική κοινή περίφραγμα[1] < αρχαία ελληνική περιφράσσω

Ουσιαστικό

περίφραγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

  1. περίφραγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.