περάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περάτης οι περάτες
      γενική του περάτη των περατών
    αιτιατική τον περάτη τους περάτες
     κλητική περάτη περάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περάτης < (αρχαία) περῶ (: περνώ, διασχίζω)

Ουσιαστικό

περάτης αρσενικό ή θηλυκό

οι περάτες χάζευαν το θέαμα
ρωτούσε τον περάτη για την απόσταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.