περασιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περασιά οι περασιές
      γενική της περασιάς των περασιών
    αιτιατική την περασιά τις περασιές
     κλητική περασιά περασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περασιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

περασιά θηλυκό

  1. μέρος από όπου μπορεί κάποιος να περάσει
     συνώνυμα: πέρασμα
  2. τοποθέτηση αντικειμένων σε νοητή ευθεία, οριζόντια ή κάθετα
    είναι περασιά με το οριζόντιο δοκάρι της πόρτας
     συνώνυμα: σε στοίχιση
  3. (τυπογραφία) νοητή ευθεία στην οποία ευθυγραμμίζονται τα αντικείμενα
    θα έχει περασιά στους έξι πόντους από τις άκρες της σελίδας
  4. (ειδικότερα) (τυπογραφία, για κείμενο) στοίχιση
    αριστερή περασιά
     αντώνυμα: τρελό

Σημειώσεις

  • μπαίνει / είναι / έρχεται / το βάζω περασιά με ...
  • στην τυπογραφία, αλλά και γενικότερα, ο όρος "περασιά" χρησιμοποιείται αντί του όρου "στοίχιση" για να προσδιοριστεί, παράλληλα με τον όρο ευθυγράμμιση, και το ακριβές σημείο της νοητής ευθείας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.