περασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περασιά | οι | περασιές |
| γενική | της | περασιάς | των | περασιών |
| αιτιατική | την | περασιά | τις | περασιές |
| κλητική | περασιά | περασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περασιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
περασιά θηλυκό
- μέρος από όπου μπορεί κάποιος να περάσει
- τοποθέτηση αντικειμένων σε νοητή ευθεία, οριζόντια ή κάθετα
- (τυπογραφία) νοητή ευθεία στην οποία ευθυγραμμίζονται τα αντικείμενα
- θα έχει περασιά στους έξι πόντους από τις άκρες της σελίδας
- (ειδικότερα) (τυπογραφία, για κείμενο) στοίχιση
Σημειώσεις
- μπαίνει / είναι / έρχεται / το βάζω περασιά με ...
- στην τυπογραφία, αλλά και γενικότερα, ο όρος "περασιά" χρησιμοποιείται αντί του όρου "στοίχιση" για να προσδιοριστεί, παράλληλα με τον όρο ευθυγράμμιση, και το ακριβές σημείο της νοητής ευθείας
Μεταφράσεις
περασιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.