πεπονοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεπονοκέφαλος | η | πεπονοκέφαλη | το | πεπονοκέφαλο |
| γενική | του | πεπονοκέφαλου | της | πεπονοκέφαλης | του | πεπονοκέφαλου |
| αιτιατική | τον | πεπονοκέφαλο | την | πεπονοκέφαλη | το | πεπονοκέφαλο |
| κλητική | πεπονοκέφαλε | πεπονοκέφαλη | πεπονοκέφαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεπονοκέφαλοι | οι | πεπονοκέφαλες | τα | πεπονοκέφαλα |
| γενική | των | πεπονοκέφαλων | των | πεπονοκέφαλων | των | πεπονοκέφαλων |
| αιτιατική | τους | πεπονοκέφαλους | τις | πεπονοκέφαλες | τα | πεπονοκέφαλα |
| κλητική | πεπονοκέφαλοι | πεπονοκέφαλες | πεπονοκέφαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πεπονοκέφαλος, -η, -ο
- που το σχήμα του κεφαλιού του μοιάζει με πεπόνι
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) χοντροκέφαλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.