πεπονοκέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπονοκέφαλος η πεπονοκέφαλη το πεπονοκέφαλο
      γενική του πεπονοκέφαλου της πεπονοκέφαλης του πεπονοκέφαλου
    αιτιατική τον πεπονοκέφαλο την πεπονοκέφαλη το πεπονοκέφαλο
     κλητική πεπονοκέφαλε πεπονοκέφαλη πεπονοκέφαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπονοκέφαλοι οι πεπονοκέφαλες τα πεπονοκέφαλα
      γενική των πεπονοκέφαλων των πεπονοκέφαλων των πεπονοκέφαλων
    αιτιατική τους πεπονοκέφαλους τις πεπονοκέφαλες τα πεπονοκέφαλα
     κλητική πεπονοκέφαλοι πεπονοκέφαλες πεπονοκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεπονοκέφαλος < πεπόνι + -ο- + κεφάλι + -ος

Επίθετο

πεπονοκέφαλος, -η, -ο

  1. που το σχήμα του κεφαλιού του μοιάζει με πεπόνι
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) χοντροκέφαλος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.