πεπονοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπονοειδής η πεπονοειδής το πεπονοειδές
      γενική του πεπονοειδούς* της πεπονοειδούς του πεπονοειδούς
    αιτιατική τον πεπονοειδή την πεπονοειδή το πεπονοειδές
     κλητική πεπονοειδή(ς) πεπονοειδής πεπονοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπονοειδείς οι πεπονοειδείς τα πεπονοειδή
      γενική των πεπονοειδών των πεπονοειδών των πεπονοειδών
    αιτιατική τους πεπονοειδείς τις πεπονοειδείς τα πεπονοειδή
     κλητική πεπονοειδείς πεπονοειδείς πεπονοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεπονοειδής < πεπόνι + -ο- + -ειδής

Επίθετο

πεπονοειδής

  1. (λόγιο) που μοιάζει με πεπόνι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πεπονοειδή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.