πεπονοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεπονοειδής | η | πεπονοειδής | το | πεπονοειδές |
| γενική | του | πεπονοειδούς* | της | πεπονοειδούς | του | πεπονοειδούς |
| αιτιατική | τον | πεπονοειδή | την | πεπονοειδή | το | πεπονοειδές |
| κλητική | πεπονοειδή(ς) | πεπονοειδής | πεπονοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεπονοειδείς | οι | πεπονοειδείς | τα | πεπονοειδή |
| γενική | των | πεπονοειδών | των | πεπονοειδών | των | πεπονοειδών |
| αιτιατική | τους | πεπονοειδείς | τις | πεπονοειδείς | τα | πεπονοειδή |
| κλητική | πεπονοειδείς | πεπονοειδείς | πεπονοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πεπόνι
Μεταφράσεις
πεπονοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.