πεντηκονταετηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πεντηκονταετηρίς | αἱ | πεντηκονταετηρίδες | ||||
| γενική | τῆς | πεντηκονταετηρίδος | τῶν | πεντηκονταετηρίδων | ||||
| δοτική | τῇ | πεντηκονταετηρίδῐ | ταῖς | πεντηκονταετηρίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πεντηκονταετηρίδᾰ | τὰς | πεντηκονταετηρίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | πεντηκονταετηρίς* | πεντηκονταετηρίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεντηκονταετηρίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πεντηκονταετηρίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πεντηκονταετηρίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πεντηκοντα- + -ετηρίς
Ουσιαστικό
πεντηκονταετηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (σε σχόλια) πεντηκονταετηρίδα, περίοδος πενήντα χρόνων
Πηγές
- πεντηκονταετηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.