πεντάδραχμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεντάδραχμο | τα | πεντάδραχμα |
| γενική | του | πεντάδραχμου | των | πεντάδραχμων |
| αιτιατική | το | πεντάδραχμο | τα | πεντάδραχμα |
| κλητική | πεντάδραχμο | πεντάδραχμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεντάδραχμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική πεντάδραχμος (αξίας πέντε δραχμών). Μορφολογικά πεντά- + -δραχμο [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /penˈða.dɾax.mo/ και σε γρήγορο λόγο /peˈða.dɾax.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντά‐δραχ‐μο
- παλιότερος συλλαβισμός : πεν‐τά‐δρα‐χμο

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: χάρτινο πεντάδραχμο τυπωμένο το 1923
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πεντάδραχμο
|
Αναφορές
- πεντάρδραχμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.