πεντόδραχμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεντόδραχμο | τα | πεντόδραχμα |
| γενική | του | πεντόδραχμου | των | πεντόδραχμων |
| αιτιατική | το | πεντόδραχμο | τα | πεντόδραχμα |
| κλητική | πεντόδραχμο | πεντόδραχμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεντόδραχμο < πεντάδραχμο, με εισαγωγή ενθήματος πεντ- + -ό- πεντό- όπως τα περισσότερα σύνθετα + -δραχμο [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /penˈðo.dɾax.mo/ και σε γρήγορο λόγο /peˈðo.dɾax.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντό‐δραχ‐μο
Αναφορές
- πεντάδραχμος, πεντόδραχμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.