πειστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πειστικότητα οι πειστικότητες
      γενική της πειστικότητας των πειστικοτήτων
    αιτιατική την πειστικότητα τις πειστικότητες
     κλητική πειστικότητα πειστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πειστικότητα < πειστικός + -ότητα

Ουσιαστικό

πειστικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.