πειστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πειστήριο | τα | πειστήρια |
| γενική | του | πειστηρίου & πειστήριου |
των | πειστηρίων |
| αιτιατική | το | πειστήριο | τα | πειστήρια |
| κλητική | πειστήριο | πειστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πειστήριο < αρχαία ελληνική πειστήριον με ουσιαστικοποίηση, ουδέτερο του πειστήριος < → δείτε τη λέξη πείθω
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈsti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐στή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
πειστήριο ουδέτερο
- οτιδήποτε πείθει για κάτι, ή πιστοποιεί κάτι
- (νομικός όρος, ανακριτική) οποιοδήποτε αντικείμενο που συντελεί στη βεβαίωση ή όχι τέλεσης αξιόποινης πράξης και κατ΄ επέκταση στην αθώωση ή την ενοχή κατηγορουμένου
Μεταφράσεις
πειστήριο
Πηγές
- πειστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.