άλλοθι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άλλοθι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄλλοθι (αλλού), σημασιολογικό δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική alibi, ή μέσω των γαλλικών [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.lo.θi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άλ‐λο‐θι
Ουσιαστικό
άλλοθι ουδέτερο άκλιτο
- (νομικός όρος, ανακριτική) η οποιαδήποτε βεβαίωση ότι ο κατηγορούμενος ποινικής δίκης βρισκόταν σε διαφορετικό τόπο κατά τον χρόνο τέλεσης του αποδιδόμενου σ΄ αυτόν αδικήματος.
- (μεταφορικά) η δικαιολογία που χρησιμοποιεί κάποιος, προκειμένου να αποκρούσει επικρίσεις ή κατηγορίες
Παράγωγα
- αλλοθιγενής
Μεταφράσεις
άλλοθι
|
Αναφορές
- άλλοθι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.