εγκάρσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγκάρσια < εγκάρσιος + < αρχαία ελληνική ἐγκάρσιος < ἐν + κάρσιος

Επίρρημα

εγκάρσια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εγκάρσια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.