παρασκευάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρασκευάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος παρασκευάζω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρασκευάζομαι | παρασκευαζόμουν(α) | θα παρασκευάζομαι | να παρασκευάζομαι | ||
| β' ενικ. | παρασκευάζεσαι | παρασκευαζόσουν(α) | θα παρασκευάζεσαι | να παρασκευάζεσαι | (παρασκευάζου) | |
| γ' ενικ. | παρασκευάζεται | παρασκευαζόταν(ε) | θα παρασκευάζεται | να παρασκευάζεται | ||
| α' πληθ. | παρασκευαζόμαστε | παρασκευαζόμαστε παρασκευαζόμασταν |
θα παρασκευαζόμαστε | να παρασκευαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | παρασκευάζεστε | παρασκευαζόσαστε παρασκευαζόσασταν |
θα παρασκευάζεστε | να παρασκευάζεστε | (παρασκευάζεστε) | |
| γ' πληθ. | παρασκευάζονται | παρασκευάζονταν παρασκευαζόντουσαν |
θα παρασκευάζονται | να παρασκευάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρασκευάστηκα | θα παρασκευαστώ | να παρασκευαστώ | παρασκευαστεί | ||
| β' ενικ. | παρασκευάστηκες | θα παρασκευαστείς | να παρασκευαστείς | παρασκευάσου | ||
| γ' ενικ. | παρασκευάστηκε | θα παρασκευαστεί | να παρασκευαστεί | |||
| α' πληθ. | παρασκευαστήκαμε | θα παρασκευαστούμε | να παρασκευαστούμε | |||
| β' πληθ. | παρασκευαστήκατε | θα παρασκευαστείτε | να παρασκευαστείτε | παρασκευαστείτε | ||
| γ' πληθ. | παρασκευάστηκαν παρασκευαστήκαν(ε) |
θα παρασκευαστούν(ε) | να παρασκευαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παρασκευαστεί | είχα παρασκευαστεί | θα έχω παρασκευαστεί | να έχω παρασκευαστεί | παρασκευασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις παρασκευαστεί | είχες παρασκευαστεί | θα έχεις παρασκευαστεί | να έχεις παρασκευαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παρασκευαστεί | είχε παρασκευαστεί | θα έχει παρασκευαστεί | να έχει παρασκευαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρασκευαστεί | είχαμε παρασκευαστεί | θα έχουμε παρασκευαστεί | να έχουμε παρασκευαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παρασκευαστεί | είχατε παρασκευαστεί | θα έχετε παρασκευαστεί | να έχετε παρασκευαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρασκευαστεί | είχαν παρασκευαστεί | θα έχουν παρασκευαστεί | να έχουν παρασκευαστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.