παχύτητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παχύτητα οι παχύτητες
      γενική της παχύτητας των παχυτήτων
    αιτιατική την παχύτητα τις παχύτητες
     κλητική παχύτητα παχύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παχύτητα < αρχαία ελληνική παχύτητα, αιτιατική ενικού τού παχύτης

Ουσιαστικό

παχύτητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.