παχύτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παχύτης αἱ παχύτητες
      γενική τῆς παχύτητος τῶν παχυτήτων
      δοτική τῇ παχύτητ ταῖς παχύτησ(ν)
    αιτιατική τὴν παχύτητ τὰς παχύτητᾰς
     κλητική ! παχύτης παχύτητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παχύτητε
γεν-δοτ τοῖν  παχυτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παχύτης < παχύ(ς) + -της

Ουσιαστικό

παχύτης, -ητος θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.