πατρογονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πατρογονικός | η | πατρογονική | το | πατρογονικό |
| γενική | του | πατρογονικού | της | πατρογονικής | του | πατρογονικού |
| αιτιατική | τον | πατρογονικό | την | πατρογονική | το | πατρογονικό |
| κλητική | πατρογονικέ | πατρογονική | πατρογονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πατρογονικοί | οι | πατρογονικές | τα | πατρογονικά |
| γενική | των | πατρογονικών | των | πατρογονικών | των | πατρογονικών |
| αιτιατική | τους | πατρογονικούς | τις | πατρογονικές | τα | πατρογονικά |
| κλητική | πατρογονικοί | πατρογονικές | πατρογονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πατρογονικός < πατρο- + γονικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.tɾo.ɣo.niˈkos/
Επίθετο
πατρογονικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους προγόνους, προέρχεται απ’ αυτούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- ※ Στο σπίτι βρήκα τα όπλα τα πατρογονικά και το πιστόλι του μακαρίτη του πατέρα μου μέσα στην κασέλα. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
- (ουσιαστικοποιημένο) πατρογονικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.