πατατιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατατιά οι πατατιές
      γενική της πατατιάς των πατατιών
    αιτιατική την πατατιά τις πατατιές
     κλητική πατατιά πατατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατατιά < πατάτ(α) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.taˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πατατιά

Ουσιαστικό

πατατιά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.