αγγουριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγγουριά | οι | αγγουριές |
| γενική | της | αγγουριάς | των | αγγουριών |
| αιτιατική | την | αγγουριά | τις | αγγουριές |
| κλητική | αγγουριά | αγγουριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγγουριά < μεσαιωνική ελληνική αγγουρία < αγγουρέα < αγγούριν

αγγουριά με άνθη και καρπούς
Ουσιαστικό
αγγουριά θηλυκό
-
Αγγούρι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.