κομφέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομφέτο τα κομφέτα
      γενική του κομφέτου των κομφέτων
    αιτιατική το κομφέτο τα κομφέτα
     κλητική κομφέτο κομφέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομφέτο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /koɱˈfe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομφέτο

Ουσιαστικό

κομφέτο ουδέτερο

  • (γλυκό) το παστοκύδωνο
      Τὸ ἑσπέρας ἑκάστης Κυριακῆς συνεκεντροῦντο εἴς τινας ἐκ τῶν οἰκιῶν, ὅπου προσεφέροντο ποικίλα ἡδύσματα, ὡς σταφίδα, γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ, κομφέτο (κυδωνόπαστο), ἀμὰν μπρουλέ, παστέλια, μουστόπιττα...
    περιοδικό Παρνασσός, 1970, σελ. 589

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.