πασσαλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασσαλωμένος η πασσαλωμένη το πασσαλωμένο
      γενική του πασσαλωμένου της πασσαλωμένης του πασσαλωμένου
    αιτιατική τον πασσαλωμένο την πασσαλωμένη το πασσαλωμένο
     κλητική πασσαλωμένε πασσαλωμένη πασσαλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασσαλωμένοι οι πασσαλωμένες τα πασσαλωμένα
      γενική των πασσαλωμένων των πασσαλωμένων των πασσαλωμένων
    αιτιατική τους πασσαλωμένους τις πασσαλωμένες τα πασσαλωμένα
     κλητική πασσαλωμένοι πασσαλωμένες πασσαλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πασσαλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πασσαλώνω

Μετοχή

πασσαλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.