παρωνυχίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρωνυχίδα οι παρωνυχίδες
      γενική της παρωνυχίδας των παρωνυχίδων
    αιτιατική την παρωνυχίδα τις παρωνυχίδες
     κλητική παρωνυχίδα παρωνυχίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρωνυχίδα < (ελληνιστική κοινή) παρωνυχίς < παρά + ὄνυξ + -ίς

Ουσιαστικό

παρωνυχίδα θηλυκό

  1. δερματικό εξόγκωμα που δημιουργείται στο πλάι, και συνήθως κοντά στη βάση, του νυχιού
  2. (μεταφορικά) ασήμαντο πρόβλημα που όμως μας ταλαιπωρεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.