παρωνυχίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρωνυχίδα | οι | παρωνυχίδες |
| γενική | της | παρωνυχίδας | των | παρωνυχίδων |
| αιτιατική | την | παρωνυχίδα | τις | παρωνυχίδες |
| κλητική | παρωνυχίδα | παρωνυχίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρωνυχίδα < (ελληνιστική κοινή) παρωνυχίς < παρά + ὄνυξ + -ίς
Ουσιαστικό
παρωνυχίδα θηλυκό
- δερματικό εξόγκωμα που δημιουργείται στο πλάι, και συνήθως κοντά στη βάση, του νυχιού
- (μεταφορικά) ασήμαντο πρόβλημα που όμως μας ταλαιπωρεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.