envie

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

envie < enveia < enveie < λατινική invidia (ζήλια, πόθος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɑ̃.vi/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
envie envies

envie (fr) θηλυκό

  1. η ζήλια, ο φθόνος
  2. ο πόθος
  3. η όρεξη να αποκτήσει κανείς κάτι
  4. στίγμα που παρουσιάζεται στο σώμα και που νόμιζαν άλλοτε ότι εκφράζει μια όρεξη της μητέρας
  5. envies (στον πληθυντικό) οι παρανυχίδες

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • avoir envie de (faire quelque chose) - επιθυμώ να (κάνω κάτι)
  • avoir envie de (quelque chose) - επιθυμώ κάτι
  • faire envie - ερεθίζω την όρεξη (κάποιου για κάτι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.