παρωνυχίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρωνυχίς | αἱ | παρωνυχίδες | ||||
| γενική | τῆς | παρωνυχίδος | τῶν | παρωνυχίδων | ||||
| δοτική | τῇ | παρωνυχίδῐ | ταῖς | παρωνυχίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | παρωνυχίδᾰ | τὰς | παρωνυχίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | παρωνυχίς* | παρωνυχίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρωνυχίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρωνυχίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παρωνυχίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρωνυχ(ία) + -ίς. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + -ωνυχίς < ὀνυχ- (ὄνυξ) με συνθετική έκταση του όμικρον σε ωμέγα.
Πηγές
- παρωνυχίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.