ξέσπασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέσπασμα τα ξεσπάσματα
      γενική του ξεσπάσματος των ξεσπασμάτων
    αιτιατική το ξέσπασμα τα ξεσπάσματα
     κλητική ξέσπασμα ξεσπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξέσπασμα < ξεσπώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkse.spa.zma/

Ουσιαστικό

ξέσπασμα ουδέτερο

  1. η εκδήλωση με απότομο και βίαιο τρόπο ενός πράγματος ή μιας κατάστασης που δε φαινόταν αλλά αναπτυσσόταν κρυφά
    το ξέσπασμα πολιτικής διαφωνίας
  2. η ξαφνική εμφάνιση συναισθημάτων που κρύβονταν ή καταπιέζονταν
    το ξέσπασμα της αγανάκτησης των υπαλλήλων
  3. η εκτόνωση αρνητικών συναισθημάτων εις βάρος άλλου ή με βίαιο τρόπο
    είχε απότομα ξεσπάσματα μετά το ατύχημα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.