οἶμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- οἶμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
οἶμος, -ου αρσενικό ή θηλυκό
- δρόμος, μονοπάτι, ατραπός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 290 (290-292)
- μακρὸς δὲ καὶ ὄρθιος οἶμος ἐς αὐτὴν | καὶ τρηχὺς τὸ πρῶτον· ἐπὴν δ᾽ εἰς ἄκρον ἵκηται, | ῥηιδίη δὴ ἔπειτα πέλει, χαλεπή περ ἐοῦσα.
- Μακριά κι απότομη η οδός γι᾽ αυτήν | και στην αρχή τραχιά. Μα όταν φτάσεις στην κορφή, | εύκολη γίνεται έπειτα, κι ας ήταν δύσκολη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- μακρὸς δὲ καὶ ὄρθιος οἶμος ἐς αὐτὴν | καὶ τρηχὺς τὸ πρῶτον· ἐπὴν δ᾽ εἰς ἄκρον ἵκηται, | ῥηιδίη δὴ ἔπειτα πέλει, χαλεπή περ ἐοῦσα.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 290 (290-292)
- λωρίδα, γραμμή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 24 (στίχοι 24-25)
- τοῦ δ᾽ ἤτοι δέκα οἶμοι ἔσαν μέλανος κυάνοιο, | δώδεκα δὲ χρυσοῖο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο·
- και δώδεκα είχε ο θώρακας κλωστές από χρυσάφι, | δέκ᾽ από μαύρον χάλυβα κι είκοσι κασσιτέρου·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοῦ δ᾽ ἤτοι δέκα οἶμοι ἔσαν μέλανος κυάνοιο, | δώδεκα δὲ χρυσοῖο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 24 (στίχοι 24-25)
- λωρίδα γης, έκταση, τοποθεσία, περιοχή
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 2 (1-2)
- Χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον, | Σκύθην ἐς οἷμον, ἄβροτον εἰς ἐρημίαν.
- Νά μας, στα πέριορα τ᾽ αλαργινά του κόσμου | στους έρημους κι απάτητους Σκυθικούς δρόμους.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- Χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον, | Σκύθην ἐς οἷμον, ἄβροτον εἰς ἐρημίαν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 2 (1-2)
- (μεταφορικά) μελωδία ενός τραγουδιού
- ※ 3ος πκε αιώνας Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, Ὕμνοι, ΕΙΣ ΔΙΑ, στίχος 1.78
- Φοίβου δὲ λύρης εὖ εἰδότας οἴμους·
- του Φοίβου όσοι ξέρουνε καλά να παίζουν με τη λύρα ύμνους.
- Μετάφραση: (1996), Θανάσης Παπαθανασόπουλος @greek‑language.gr
- Φοίβου δὲ λύρης εὖ εἰδότας οἴμους·
- ※ 3ος πκε αιώνας Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, Ὕμνοι, ΕΙΣ ΔΙΑ, στίχος 1.78
- οἷμος
Σύνθετα
- ἄοιμος
- δύσοιμος
- πάροιμος
Πηγές
- οἶμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἶμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.