παρθένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παρθένων

  1. γενική πληθυντικού του παρθένος
  2. γενική πληθυντικού του παρθένο

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παρθένων θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του παρθένα
  2. γενική πληθυντικού του παρθένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.