παρηγόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρηγόρηση | οι | παρηγορήσεις |
| γενική | της | παρηγόρησης* | των | παρηγορήσεων |
| αιτιατική | την | παρηγόρηση | τις | παρηγορήσεις |
| κλητική | παρηγόρηση | παρηγορήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παρηγορήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρηγόρηση < ελληνιστική κοινή παρηγόρησις[1] < αρχαία ελληνική παρηγορέω
Ουσιαστικό
παρηγόρηση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του παρηγοριά, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρηγορώ
Μεταφράσεις
παρηγόρηση
|
- παρηγόρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.