παρηγορήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρηγορήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρηγορώ
  2. θα παρηγορήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρηγορώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παρηγορήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρηγόρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.