παρηγόρησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρηγόρησῐς αἱ παρηγορήσεις
      γενική τῆς παρηγορήσεως τῶν παρηγορήσεων
      δοτική τῇ παρηγορήσει ταῖς παρηγορήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρηγόρησῐν τὰς παρηγορήσεις
     κλητική ! παρηγόρησῐ παρηγορήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρηγορήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρηγορησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρηγόρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρηγορέω / παρηγορῶ, παρηγορη- + -σις (-ησις) < παρήγορος

Ουσιαστικό

παρηγόρησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.