παρερμηνεύσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρερμηνεύσιμος | η | παρερμηνεύσιμη | το | παρερμηνεύσιμο |
| γενική | του | παρερμηνεύσιμου | της | παρερμηνεύσιμης | του | παρερμηνεύσιμου |
| αιτιατική | τον | παρερμηνεύσιμο | την | παρερμηνεύσιμη | το | παρερμηνεύσιμο |
| κλητική | παρερμηνεύσιμε | παρερμηνεύσιμη | παρερμηνεύσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρερμηνεύσιμοι | οι | παρερμηνεύσιμες | τα | παρερμηνεύσιμα |
| γενική | των | παρερμηνεύσιμων | των | παρερμηνεύσιμων | των | παρερμηνεύσιμων |
| αιτιατική | τους | παρερμηνεύσιμους | τις | παρερμηνεύσιμες | τα | παρερμηνεύσιμα |
| κλητική | παρερμηνεύσιμοι | παρερμηνεύσιμες | παρερμηνεύσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρερμηνεύσιμος < παρερμηνεύω + -σιμος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
παρερμηνεύσιμος
|
|
- παρερμηνεύσιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.