απαρερμήνευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαρερμήνευτος | η | απαρερμήνευτη | το | απαρερμήνευτο |
| γενική | του | απαρερμήνευτου | της | απαρερμήνευτης | του | απαρερμήνευτου |
| αιτιατική | τον | απαρερμήνευτο | την | απαρερμήνευτη | το | απαρερμήνευτο |
| κλητική | απαρερμήνευτε | απαρερμήνευτη | απαρερμήνευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαρερμήνευτοι | οι | απαρερμήνευτες | τα | απαρερμήνευτα |
| γενική | των | απαρερμήνευτων | των | απαρερμήνευτων | των | απαρερμήνευτων |
| αιτιατική | τους | απαρερμήνευτους | τις | απαρερμήνευτες | τα | απαρερμήνευτα |
| κλητική | απαρερμήνευτοι | απαρερμήνευτες | απαρερμήνευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαρερμήνευτος < α- + παρερμηνεύω + -τος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απαρερμήνευτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.