λεοπάρδαλη
Νέα ελληνικά (el)

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεοπάρδαλη | οι | λεοπαρδάλεις |
| γενική | της | λεοπάρδαλης* | των | λεοπαρδάλεων |
| αιτιατική | τη | λεοπάρδαλη | τις | λεοπαρδάλεις |
| κλητική | λεοπάρδαλη | λεοπαρδάλεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, λεοπαρδάλεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεοπάρδαλη < (καθαρεύουσα) λεοπάρδαλις < (ελληνιστική κοινή) λεόπαρδος + αρχαία ελληνική πάρδαλις
Ουσιαστικό
λεοπάρδαλη θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοβόρο θηλαστικό ζώο (επιστημονικό όνομα: Panthera pardus - Πάνθηρ ο πάρδος) που ανήκει στα αιλουροειδή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.