παραφυσικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραφυσικός | η | παραφυσική | το | παραφυσικό |
| γενική | του | παραφυσικού | της | παραφυσικής | του | παραφυσικού |
| αιτιατική | τον | παραφυσικό | την | παραφυσική | το | παραφυσικό |
| κλητική | παραφυσικέ | παραφυσική | παραφυσικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραφυσικοί | οι | παραφυσικές | τα | παραφυσικά |
| γενική | των | παραφυσικών | των | παραφυσικών | των | παραφυσικών |
| αιτιατική | τους | παραφυσικούς | τις | παραφυσικές | τα | παραφυσικά |
| κλητική | παραφυσικοί | παραφυσικές | παραφυσικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Εκφράσεις
- παραφυσικό φαινόμενο/παραφυσική δραστηριότητα: πλαστό ή αλλοιωμένο γεγονός, προϊόν θεωρίας συνωμοσίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.