παραφουσκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραφουσκωμένος | η | παραφουσκωμένη | το | παραφουσκωμένο |
| γενική | του | παραφουσκωμένου | της | παραφουσκωμένης | του | παραφουσκωμένου |
| αιτιατική | τον | παραφουσκωμένο | την | παραφουσκωμένη | το | παραφουσκωμένο |
| κλητική | παραφουσκωμένε | παραφουσκωμένη | παραφουσκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραφουσκωμένοι | οι | παραφουσκωμένες | τα | παραφουσκωμένα |
| γενική | των | παραφουσκωμένων | των | παραφουσκωμένων | των | παραφουσκωμένων |
| αιτιατική | τους | παραφουσκωμένους | τις | παραφουσκωμένες | τα | παραφουσκωμένα |
| κλητική | παραφουσκωμένοι | παραφουσκωμένες | παραφουσκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραφουσκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραφουσκώνω
Μεταφράσεις
παραφουσκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.