παρατροπίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρατροπίδιο τα παρατροπίδια
      γενική του παρατροπιδίου
& παρατροπίδιου
των παρατροπιδίων
    αιτιατική το παρατροπίδιο τα παρατροπίδια
     κλητική παρατροπίδιο παρατροπίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αριστερό παρατροπίδιο πλοίου

Ετυμολογία

παρατροπίδιο < παρά + τρόπιδα + -ίδιο

Ουσιαστικό

παρατροπίδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.