παραταξιακώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραταξιακώς < παραταξιακός + -ώς
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παραταξιακός, παράταξη, παρατάσσω και τάσσω
Μεταφράσεις
παραταξιακώς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.