παρασυρτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρασυρτικός | η | παρασυρτική | το | παρασυρτικό |
| γενική | του | παρασυρτικού | της | παρασυρτικής | του | παρασυρτικού |
| αιτιατική | τον | παρασυρτικό | την | παρασυρτική | το | παρασυρτικό |
| κλητική | παρασυρτικέ | παρασυρτική | παρασυρτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρασυρτικοί | οι | παρασυρτικές | τα | παρασυρτικά |
| γενική | των | παρασυρτικών | των | παρασυρτικών | των | παρασυρτικών |
| αιτιατική | τους | παρασυρτικούς | τις | παρασυρτικές | τα | παρασυρτικά |
| κλητική | παρασυρτικοί | παρασυρτικές | παρασυρτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παρασυρτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που συμβάλλει στην παράσυρση
- ※ Η διευθέτηση του χειμάρρου Μαλακασιώτη έμεινε στη μέση. Ενώ άλλοι επικίνδυνοι χείμαρροι, όπως ο Παλαιοχωρίτης, συνεχίζουν τη διαβρωτική και παρασυρτική τους μανία στην ορεινή περιοχή, μεταφέροντας τεράστια υλικά αποθέσεων, τόσο στην πεδινή κοίτη της γέφυρας των Αμπελίων, όσο και στο πεδινό τμήμα της γέφυρας Διάβας. (Ηλίας Ζαλαβράς, «Καταστροφές από τη δράση των χειμάρρων. Η περίπτωση της γέφυρας Διάβας», www.tameteora.gr, 13.02.2016)
Μεταφράσεις
παρασυρτικός
|
|
Πηγές
- παρασυρτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.