παραστιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραστιά οι παραστιές
      γενική της παραστιάς των παραστιών
    αιτιατική την παραστιά τις παραστιές
     κλητική παραστιά παραστιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. παραστιά < αρχαία ελληνική παρέστιος < παρά + ἔστιος < ἐστία
  2. παραστιά < ελληνιστική πυρεστία < πῦρ + ἐστία

Ουσιαστικό

παραστιά θηλυκό (λαϊκότροπο)

  1. εστία, τζάκι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.